ἀνέλυσε

ἀνέλυσε
ἀνέλῡσε , ἀναλύω
cause to wander
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… …   Dictionary of Greek

  • Μάρινερ — (Mariner). Ονομασία αμερικανικών διαστημοπλοίων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την εξερεύνηση των εγγύτερων προς τη Γη πλανητών του ηλιακού συστήματος (Ερμή, Αφροδίτης και Άρη). Ειδικότερα, το Μ. 1 εκτοξεύθηκε στις 22 Ιουλίου 1962 με αποστολή να… …   Dictionary of Greek

  • MILESIUS — cognomen Apollinis, cuius et Strabo, et Lactantius l. 4. de vera Sapientia c. 13. meminerunt. Hic consultus aliquando, Utrum Christus homo esset an Deus? respondit: Θνητὸς ἔην κατὰ σάρκα, σοφὸς τερατώδεσιν ἔργοις, Ἀλλ᾿ ὑπὸ Χαλδαίων κριτῶν ὅπλοις… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • βιοχημεία — Επιστήμη που μελετά όλα τα στοιχεία και τις ουσίες που συνθέτουν συνολικά τους ζώντες οργανισμούς και διερευνά τα χημικά και φυσικοχημικά φαινόμενα που εκδηλώνονται σε αυτούς, με σκοπό να καθορίσει μια συσχέτιση μεταξύ των φαινομένων αυτών και… …   Dictionary of Greek

  • δημογραφία — Επιστήμη που μελετά τη σύνθεση, τις μεταβολές και τη δυναμική του πληθυσμού. Αντικείμενο της μελέτης της δ. είναι επομένως όλα τα φαινόμενα βιολογικού χαρακτήρα –όπως οι γεννήσεις και οι θάνατοι– ή κοινωνικού –όπως οι γάμοι και οι μεταναστεύσεις– …   Dictionary of Greek

  • πετζίτης — ο, Ν (ορυκτ.) τελλουριούχο ορυκτό τού αργύρου και τού σιδήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. petzite < W. Κ. Pecz, όν. Ούγγρου γεωλόγου που ανέλυσε το ορυκτό αυτό] …   Dictionary of Greek

  • πτυχή — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτύξ, πτυχός, Α 1. καθεμιά από τις αναδιπλώσεις επιφάνειας που έχει διπλωθεί ή ζαρώσει, και ιδίως υφάσματος, δίπλα, πτύχωση (α. «οι πτυχές τής κουρτίνας» β. «ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτυχὰς ἔφαινε μηρόν», Χαιρήμ. γ. «δάκρυσι… …   Dictionary of Greek

  • χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”